TITUS
Vetus Testamentum graece iuxta LXX interpretes
Part No. 965
Chapter: 3
Verse: 1
Προσευχὴ
Αμβακουμ
τοῦ
προϕήτου
μετὰ
ᾠδῆς
.
Verse: 2
Κύριε
,
εἰσακήκοα
τὴν
ἀκοήν
σου
καὶ
ἐϕοβήϑην
,
κατενόησα
τὰ
ἔργα
σου
καὶ
ἐξέστην
.
ἐν
μέσῳ
δύο
ζῴων
γνωσϑήσῃ
,
ἐν
τῷ
ἐγγίζειν
τὰ
ἔτη
ἐπιγνωσϑήσῃ
,
ἐν
τῷ
παρεῖναι
τὸν
καιρὸν
ἀναδειχϑήσῃ
,
ἐν
τῷ
ταραχϑῆναι
τὴν
ψυχήν
μου
ἐν
ὀργῇ
ἐλέους
μνησϑήσῃ
.
Verse: 3
ὁ
ϑεὸς
ἐκ
Θαιμαν
ἥξει
,
καὶ
ὁ
ἅγιος
ἐξ
ὄρους
κατασκίου
δασέος
.
διάψαλμα
.
ἐκάλυψεν
οὐρανοὺς
ἡ
ἀρετὴ
αὐτοῦ
,
καὶ
αἰνέσεως
αὐτοῦ
πλήρης
ἡ
γῆ
.
Verse: 4
καὶ
ϕέγγος
αὐτοῦ
ὡς
ϕῶς
ἔσται
,
κέρατα
ἐν
χερσὶν
αὐτοῦ
,
καὶ
ἔϑετο
ἀγάπησιν
κραταιὰν
ἰσχύος
αὐτοῦ
.
Verse: 5
πρὸ
προσώπου
αὐτοῦ
πορεύσεται
λόγος
,
καὶ
ἐξελεύσεται
,
ἐν
πεδίλοις
οἱ
πόδες
αὐτοῦ
.
Verse: 6
ἔστη
,
καὶ
ἐσαλεύϑη
ἡ
γῆ
·
ἐπέβλεψεν
,
καὶ
διετάκη
ἔϑνη
.
διεϑρύβη
τὰ
ὄρη
βίᾳ
,
ἐτάκησαν
βουνοὶ
αἰώνιοι
.
Verse: 7
πορείας
αἰωνίας
αὐτοῦ
ἀντὶ
κόπων
εἶδον
·
σκηνώματα
Αἰϑιόπων
πτοηϑήσονται
καὶ
αἱ
σκηναὶ
γῆς
Μαδιαμ
.
Verse: 8
μὴ
ἐν
ποταμοῖς
ὠργίσϑης
,
κύριε
,
ἢ
ἐν
ποταμοῖς
ὁ
ϑυμός
σου
,
ἢ
ἐν
ϑαλάσσῃ
τὸ
ὅρμημά
σου
;
ὅτι
ἐπιβήσῃ
ἐπὶ
τοὺς
ἵππους
σου
,
καὶ
ἡ
ἱππασία
σου
σωτηρία
.
Verse: 9
ἐντείνων
ἐντενεῖς
τὸ
τόξον
σου
ἐπὶ
τὰ
σκῆπτρα
,
λέγει
κύριος
.
διάψαλμα
.
ποταμῶν
ῥαγήσεται
γῆ
.
Verse: 10
ὄψονταί
σε
καὶ
ὠδινήσουσιν
λαοί
,
σκορπίζων
ὕδατα
πορείας
αὐτοῦ
·
ἔδωκεν
ἡ
ἄβυσσος
ϕωνὴν
αὐτῆς
,
ὕψος
ϕαντασίας
αὐτῆς
.
Verse: 11
ἐπήρϑη
ὁ
ἥλιος
,
καὶ
ἡ
σελήνη
ἔστη
ἐν
τῇ
τάξει
αὐτῆς
·
εἰς
ϕῶς
βολίδες
σου
πορεύσονται
,
εἰς
ϕέγγος
ἀστραπῆς
ὅπλων
σου
.
Verse: 12
ἐν
ἀπειλῇ
ὀλιγώσεις
γῆν
καὶ
ἐν
ϑυμῷ
κατάξεις
ἔϑνη
.
Verse: 13
ἐξῆλϑες
εἰς
σωτηρίαν
λαοῦ
σου
τοῦ
σῶσαι
τοὺς
χριστούς
σου
·
ἔβαλες
εἰς
κεϕαλὰς
ἀνόμων
ϑάνατον
,
ἐξήγειρας
δεσμοὺς
ἕως
τραχήλου
.
διάψαλμα
.
Verse: 14
διέκοψας
ἐν
ἐκστάσει
κεϕαλὰς
δυναστῶν
,
σεισϑήσονται
ἐν
αὐτῇ
·
διανοίξουσιν
χαλινοὺς
αὐτῶν
ὡς
ἔσϑων
πτωχὸς
λάϑρᾳ
.
Verse: 15
καὶ
ἐπεβίβασας
εἰς
ϑάλασσαν
τοὺς
ἵππους
σου
ταράσσοντας
ὕδωρ
πολύ
.
Verse: 16
ἐϕυλαξάμην
,
καὶ
ἐπτοήϑη
ἡ
κοιλία
μου
ἀπὸ
ϕωνῆς
προσευχῆς
χειλέων
μου
,
καὶ
εἰσῆλϑεν
τρόμος
εἰς
τὰ
ὀστᾶ
μου
,
καὶ
ὑποκάτωϑέν
μου
ἐταράχϑη
ἡ
ἕξις
μου
.
ἀναπαύσομαι
ἐν
ἡμέρᾳ
ϑλίψεως
τοῦ
ἀναβῆναι
εἰς
λαὸν
παροικίας
μου
.
Verse: 17
διότι
συκῆ
οὐ
καρποϕορήσει
,
καὶ
οὐκ
ἔσται
γενήματα
ἐν
ταῖς
ἀμπέλοις
·
ψεύσεται
ἔργον
ἐλαίας
,
καὶ
τὰ
πεδία
οὐ
ποιήσει
βρῶσιν
·
ἐξέλιπον
ἀπὸ
βρώσεως
πρόβατα
,
καὶ
οὐχ
ὑπάρχουσιν
βόες
ἐπὶ
ϕάτναις
.
Verse: 18
ἐγὼ
δὲ
ἐν
τῷ
κυρίῳ
ἀγαλλιάσομαι
,
χαρήσομαι
ἐπὶ
τῷ
ϑεῷ
τῷ
σωτῆρί
μου
.
Verse: 19
κύριος
ὁ
ϑεὸς
δύναμίς
μου
καὶ
τάξει
τοὺς
πόδας
μου
εἰς
συντέλειαν
·
ἐπὶ
τὰ
ὑψηλὰ
ἐπιβιβᾷ
με
τοῦ
νικῆσαι
ἐν
τῇ
ᾠδῇ
αὐτοῦ
. //
This text is part of the
TITUS
edition of
Vetus Testamentum graece iuxta LXX interpretes
.
Copyright
TITUS Project
, Frankfurt a/M, 5.5.2019. No parts of this document may be republished in any form without prior permission by the copyright holder.